στεγνουμένη

στεγνουμένη
στεγνόω
close
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεγνώνω — στεγνῶ, όω, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. 1. καθιστώ στεγνό κάτι, αφαιρώ την υγρασία του («στεγνώνω τα ρούχα στον ήλιο») 2. (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός («στέγνωσε το πάτωμα») 3. μτφ. αδυνατίζω («στέγνωσε από τη στενοχώρια του») 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”